- θυμήρης
- θυμήρης, -ες (ΑΜ)θυμαρής*1. τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός2. (στον Όμ. μόνο το ουδ. ως επίρ.) φρ. «θυμήρες κεράσασα» — αφού ανακάτεψε το ζεστό νερό με κρύο, ώστε να τό δέχομαι ευχάριστα, Ομ. Οδ.).επίρρ...θυμήρως (Α)ευχάριστα, τερπνά.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θυμαρής].
Dictionary of Greek. 2013.