θυμήρης

θυμήρης
θυμήρης, -ες (ΑΜ)
θυμαρής*
1. τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός
2. (στον Όμ. μόνο το ουδ. ως επίρ.) φρ. «θυμήρες κεράσασα» — αφού ανακάτεψε το ζεστό νερό με κρύο, ώστε να τό δέχομαι ευχάριστα, Ομ. Οδ.).
επίρρ...
θυμήρως (Α)
ευχάριστα, τερπνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θυμαρής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θυμήρης — θῡμήρης , θυμαρής suiting the heart masc/fem acc pl (attic epic doric ionic) θῡμήρης , θυμαρής suiting the heart masc/fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) θῡμήρης , θυμαρής suiting the heart masc/fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”